πνοῇ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοή — blowing fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… … Dictionary of Greek
πνοή — η 1. φύσημα αγέρα. 2. αναπνοή: Άφησε την τελευταία του πνοή (πέθανε). 3. μτφ., δύναμη που εμπνέει: Έργο γεμάτο πνοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνοῆι — πνοῇ , πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοαῖς — πνοή blowing fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοαῖσι — πνοή blowing fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοαῖσιν — πνοή blowing fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοαί — πνοή blowing fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιαῖς — πνοή blowing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιαῖσι — πνοή blowing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)